ἐπιοίνιος

ἐπιοίνιος
ἐπιοίνιος, ον,
A at or over wine,

ἆθλον Thgn.971

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιοίνιος — ἐπιοίνιος, ον (Α) [οίνος] αυτός που αναφέρεται στο κρασί, που γίνεται πάνω στο κρασί ή για το κρασί («ἐπιοίνιον ἆθλον», Θέογν.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπιοίνιον — ἐπιοίνιος at masc/fem acc sg ἐπιοίνιος at neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”